- ἀρχηγέτας
- ἀρχηγέτᾱς , ἀρχηγέτηςfirst leaderfem acc plἀρχηγέτᾱς , ἀρχηγέτηςfirst leaderfem nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀρχηγέτας — Ἀρχηγέτᾱς , Ἀρχηγέτης masc acc pl Ἀρχηγέτᾱς , Ἀρχηγέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπάτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α 1. (για την Τριτογένεια ή για τον Ωρίωνα) αυτός που έχει τρεις πατέρες 2. στον πληθ. οἱ τριπάτορες οι πρόπαπποι, οι πρώτοι αρχηγέτες («οἱ μὲν τοὺς πρώτους ἀρχηγέτας, οἱ δὲ τρίτους ἀπὸ τοῡ πατρός, ὅπερ ἐστὶ προπάππους», Ανέκδοτα… … Dictionary of Greek